- διαπερώ
- (-άω)βλ. διαπερνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπερῶ — διαπεράω go over pres imperat mp 2nd sg διαπεράω go over pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαπεράω go over pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαπεράω go over pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαπεράω go over pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… … Dictionary of Greek
διαπέραμα — (Α) [διαπερώ] πορθμός, θαλάσσιο στενό … Dictionary of Greek
συνδιαπερώ — άω, Α διέρχομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπερῶ «διαβαίνω, διέρχομαι»] … Dictionary of Greek